αδιοικησία

αδιοικησία
η (Α ἀδιοικησία) [ἀδιοίκητος]
έλλειψη διοικήσεως
νεοελλ.
κακή διακυβέρνηση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀδιοικησίας — ἀδιοικησίᾱς , ἀδιοικησία want of management fem acc pl ἀδιοικησίᾱς , ἀδιοικησία want of management fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιοίκητος — η, ο (Α ἀδιοίκητος, ον) αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διοικῶ. ΠΑΡ. ἀδιοικησία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”